- ὑπόλοξος
- ὑπόλοξοςsomewhat obliquemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόλοξος — ον, ΜΑ [λοξός] 1. ο κάπως λοξός, πλάγιος 2. μτφ. ο κάπως ασαφής, απροσδιόριστος. επίρρ... ὑπολόξως Α με πλάγιο τρόπο … Dictionary of Greek
ὑπολόξως — ὑπόλοξος somewhat oblique adverbial ὑπόλοξος somewhat oblique masc/fem acc pl (doric) ὑ̱πολόξως , ὑπολοξόω turn somewhat obliquely imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπολοξόω turn somewhat obliquely imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόλοξον — ὑπόλοξος somewhat oblique masc/fem acc sg ὑπόλοξος somewhat oblique neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολόξῳ — ὑπόλοξος somewhat oblique masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
υπολοξώ — όω, ΜΑ [ὑπόλοξος] μσν. απαντώ με πλάγιο, έμμεσο τρόπο αρχ. στρέφω κάτι λίγο λοξά, πλάγια … Dictionary of Greek